- ανατολίζω
- ρέπω προς τα ήθη, έθιμα ή τις αντιλήψεις της Ανατολής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών … Dictionary of Greek
ανατολιστής — ο αυτός που ασχολείται συστηματικά με την ιστορία, τη γλώσσα κ.λπ. των Ανατολικών λαών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανατολίζω. Ο πληθ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek